- ἐκπλεύσω
- ἐκπλέωsail outaor subj act 1st sgἐκπλέωsail outfut ind act 1st sgἐκπλέωsail outaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαναπειρώμαι — άομαι, Α (αποθ.) ναυτ. επιχειρώ να εκπλεύσω πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναπειρῶμαι (ως ναυτ. όρος) «κάνω γυμνάσια»] … Dictionary of Greek